- ὑπνώω
- ὑπν-ώω, [dialect] Ep. Verb, perh.A to be drowsy, tired,
τοὺς δ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Il.24.344
, Od.5.48, 24.4;ὅτε . . ἐπὶ κοῖτον ἐκ νομοῦ ὑπνώουσα κίῃ Nic.Th.127
; but elsewh., sleep,τὴν εἴσιδον ὑπνώουσα Mosch.2.24
;ἔννυχον ὑπνώοντι Maiist.22
;ὑπνώοντες ῥέγκουσιν Nic.Th.433
; ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, of Argus, Q.S.10.191: metaph. of the stars, Coluth.349 (s. v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.